Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

καὶ τότ

См. также в других словарях:

  • Χωρὶς τότ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια. — См. Много говорено, да мало сказано …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Costas Montis — Κώστας Μόντης Born 1914 Famagusta, Cyprus Died 2004 Nicosia, Cyprus Occupation poet, novelist, playwright Costas Montis (Greek: Κώστας Μόντης, 1914–2004), was an influential and prolific Cypriot poet, novelist …   Wikipedia

  • επεναρίζω — ἐπεναρίζω (Α) σκοτώνω έναν ακόμη («ἄγε με, καὶ τότ ἐπενάριξον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εναρίζω, «σκοτώνω, σκυλεύω»] …   Dictionary of Greek

  • μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… …   Dictionary of Greek

  • τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά …   Dictionary of Greek

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ορλοφικά — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή στην ελληνική ιστορία (αλλά και στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος) η εξέγερση των Ελλήνων της Πελοποννήσου κατά την εποχή του ρωσοτουρκικού πόλεμου του 1768 1774 και οι συντονισμένες επιχειρήσεις των Ρώσων… …   Dictionary of Greek

  • Τσεσμέ — Πόλη της Μικράς Ασίας στη χερσόνησο της Ερυθραίας (12.000 κάτ.). Πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή η πόλη λεγόταν από τους Έλληνες Κρήνη. Είναι χτισμένη σε μια παραθαλάσσια πεδιάδα και σε απόσταση 70 χλμ. από τη Σμύρνη. Οι περισσότεροι κάτοικοί …   Dictionary of Greek

  • ήδη — (AM ἤδη) (χρον. επίρρ.) 1. (για γεγονότα άμεσου παρελθόντος) τώρα πια, πλέον, τώρα πλέον (α. «έχουμε ήδη μπει στον χειμώνα» β. «νὺξ ἤδη τελέθει», Ομ. Ιλ.) 2. (με αριθμ. που δηλώνουν χρόνο, και για κοντινό και για απώτερο παρελθόν) τώρα πλέον, από …   Dictionary of Greek

  • κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»